- καρφώνομαι
- καρφώνομαι, καρφώθηκα, καρφωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εγκροτώ — ἐγκροτῶ ( έω) (Α) 1. χτυπώ στο έδαφος 2. χτυπιέμαι αμοιβαία 3. χτυπώ την πόρτα 4. καρφώνομαι … Dictionary of Greek
εμπερονώ — ἐμπερονῶ ( άω) (Α) 1. συγκρατώ, στερεώνω με περόνη 2. παθ. ἐμπερονῶμαι (για καρφιά) καρφώνομαι … Dictionary of Greek
εφηλώνω — και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, όω) [έφηλος] καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο αρχ. παθ. ἐφηλοῡμαι, όομαι α) καρφώνομαι στερεά β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
προσκαθηλούμαι — όομαι, Α [καθηλοῡμαι] καρφώνομαι στερεά επάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους … Dictionary of Greek